- Διαφήμιση -
Χρόνος Ανάγνωσης: 12 ΛεπτάΧρόνος Ανάγνωσης: 12 Λεπτά

της ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΙΚΑΡΙΟΥ*

Νομίζω, γιατρέ μου, πως έχω μνήμη χρυσόψαρου. Ικανή να συγκρατεί τα επουσιώδη και να ξεχνά τα σημαίνοντα. Σωρό κουβάρι όλα: Από τη μεταπολίτευση, θυμάμαι την επάνοδο Καραμανλή και το έ-ε- έρχεται, τα λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας και τη μεγαλειώδη συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη. Τα μαύρα κοκκάλινα γυαλιά του Γεωργίου Μαύρου, του Κατσιφάρα το μουστάκι και του Αντρέα το ζιβάγκο, τους πύρινους μπαλκονάτους λόγους που γέμιζαν τους δρόμους προσδοκίες και το μέλλον μας «πράσσειν άλογα». Του Ράλλη το «δεν θέλω ου». Τις δικαστικές τηβέννους και τα γουνάκια του ’89, τα πάμπερς του Κοσκωτά, του Κουτσόγιωργα τις τσαμπουκαλεμένες αποφορές ως εκφορές πολιτικού λόγου. Του Μητσοτάκη το «σε 12 χρόνια το θέμα της Μακεδονίας θα έχει ξεχαστεί», του Σαμαρά το άνοιγμα των αλβανικών συνόρων και του Τζανετάκη την κυβέρνηση.  Τη Μιμή να υποδύεται τη Μαντάμ Πομπαντούρ και το Γιαννόπουλο να μιλά για το… ροζόσπιτο, το Χέρφιλντ και το Ωνάσειο. Του Ζαχόπουλου την ελεύθερη πτώση λόγω ερωτικών περιπτύξεων, καταγεγραμμένων σε dvd. Τις τηλεφωνικές υποκλοπές και τις λοιπές κλοπές. Του Σημίτη την περιβόητη «χάρτα σύγκλισης» με κοινωνική απόκλιση τουλάχιστον 180 μοιρών. Τα παπαγαλάκια και το Χρηματιστήριο. Τα «μπαταρισμένα» υποβρύχια και τις εξοπλιστικές δωροληψίες. Τα από-δομημένα ομόλογα των ταμείων. Τη Μίζες-Ζήμενς και τη λίστα Λαγκάρντ.

Το σκάνδαλο Νοβάρτις, ως πλέον πρόσφατο, έχει ακόμη «ψωμί». Μπορεί και μπόλικο παντεσπάνι, κατά τη γνωστή φράση που αποδίδεται στη Μαρία Αντουανέτα-προτού βεβαίως αφήσει το κεφάλι της στη γκιλοτίνα…

Στη γκιλοτίνα της καθημερινής διαβίωσης-επιβίωσης ζω εδώ και δέκα χρονάκια,  γιατρέ μου. Ποιό παντεσπάνι, ποιά πάμπερς και ποιές βαλίτσες ή βιλίτσες; Το ψωμί, ψωμάκι!

Στο πρώτο μνημόνιο είχα ακόμη τη δουλειά μου και κάτι ψειρολεφτάκια στην άκρη. Δεν είχα λόγο να βγω στους δρόμους-άσε που έκανε και κρύο… Τις δημοκρατικές μου καταβολές και πεποιθήσεις, τις υπερασπιζόμουν σε ατέρμονες συζητήσεις μεταξύ φίλων, πάνω από άδεια τσιπουρομπούκαλα.

Στο δεύτερο, είχα πια συνηθίσει κι αποστηθίσει όλες τις μίζερες επωδούς της εποχής, τις οποίες επαναλάμβανα εμπλουτίζοντάς τις με αριστερίζουσα φρασεολογία. Το επέβαλε άλλωστε κι η μόδα της εποχής.

Τη μετατροπή του πολίτη σε «πελάτη» από τους σοσιαλιστές και τη μετατροπή του πολίτη σε «εμπόρευμα» από τους νεοφιλελεύθερους, ακολούθησε το σκλαβοπαζάρεμα κι η ανατροπή των εργασιακών σχέσεων και συνθηκών. Έτσι, γίναμε όλοι μια ομογενοποιημένη στρατιά ανέργων μακράς διαρκείας –κάτι σα ληγμένα γαλακτοκομικά που αναβαπτίζονται σε ντιζέρτ βαθείας καταψύξεως. Γενιά ανενεργών που φυτοζωεί με κοινωνικά μερίσματα και επιδόματα, στης φτώχιας τα χαρακώματα. Χαρακωμένος από το φόβο της ανεργίας εγώ ο μέσος εργαζόμενος, δέχθηκα να αναβαπτιστώ σε «απασχολήσιμο» της άδειας τσέπης και με απασφαλισμένο ασφαλιστικό. Όχι, κανείς δε μου συνταγογράφησε κάποιο εμβόλιο για τούτη την επιδημία…

Στο τρίτο μνημόνιο, είχα περιπέσει στη βαθιά κατάθλιψη της ασύμμετρης απώλειας. Ότι είχα ποθήσει και για ότι είχα μοχθήσει, κατέρρεε. Σαν άλλος «μπαλαμός», δεν είχα σπίτι, δεν είχα ελπίδα, ούτε θα με έκλαιγε καμιά πατρίδα. Όσο μεγάλωνε τερατικά η επικρεμάμενη απειλή για το έχειν μου, τόσο αμβλύνθηκαν τα αντανακλαστικά μου κι έγινα, γιατρέ μου, «μοιραίος και άβουλος αντάμα».

Την ιδεολογία και τις απόψεις μου, τα παραχώνιασα σε μια μουχλιασμένη γωνιά στο πατάρι. Τις εξεγέρσεις των φοιτητικών μου χρόνων, τις μετέτρεψα σε χαρταετούς που σκίστηκαν στον πρώτο εξουσιαστικό άνεμο. Τις διεκδικήσεις μου, τις έκανα γαργάρα και τις έφτυσα χολιασμένος στον πρωτηφοραριστερά νεροχύτη, νιώθοντας μια χρόνια αναγούλα για όλα μου τα όχι που γίνονταν μετ’ επιτάσεως, καταφάσεις. Τι φάρμακο να πάρω για τούτο, γιατρέ  μου;

Στην απόλεμη εποχή της εμπόλεμης διαβίωσης, παρέδωσα τα όπλα αμαχητί και με σπασμένη ραχοκοκαλιά κουλουριάστηκα στον καναπέ της μεταμοντέρνας τηλεοπτικής μιξομίζερης ρητορικής. Σα ντοπαρισμένος από το φόβο, παρακολουθώ καθημερινά εμβριθώς τους υπερήφανους του έργου τούτου ασπάλακες πολιτικούς, με τους «Δυνατούς» ως πάτρωνές τους, να επιβάλλουν πανεθνικά την τυραννίδα της συναλλαγής και της συνθηκολόγησης άνευ όρων και ορίων.

Σωρό κουβάρι όλα στο μυαλό μου… Σαν καλός «νοικοκύρης», παραμένω ερμητικά έγκλειστος στο έτοιμο για πλειστηριασμό σπιτάκι μου να κρυφοκοιτάζω από τα κουρτινάκια τη ζωή μου να το σκάει, τα παιδιά μου να χάνονται στην αλλοδαπή, τη χώρα μου να αιωρείται και το μέλλον της να αναιρείται. Έξω από την αυλόπορτά μου, πότε τα «γνωστά-άγνωστα» σκυλιά που αλυχτούν λυσσασμένα τις νύχτες και πότε τα λιμασμένα απειλητικά φασιστίζοντα τσακάλια με γυμνούς τους κυνόδοντες…

Κοιτάζω το χάρτη της Ελλάδας, γιατρέ μου, κι είναι σα να ατενίζω τη Νίκη της Σαμοθράκης, μα με ψαλιδισμένα τα φτερά. Κανείς από τους ανερμάτιστους πολιτικούς, εδώ και τόσες μα τόσες δεκαετίες, δεν είχε το σθένος να την υπερασπιστεί; Κανείς τους δε φταίει για την κάθε φορά προσβολή και την έμμεση «εισβολή» στον τόπο τούτο που έχει σώμα, αίμα, δάκρυα, αγώνες, ψυχωμένες ψυχές και θυσίες; Που φέρει ως βαριά κληρονομιά μια τρανή ιστορία αιώνων και την ομορφιά μιας πατρίδας που γέννησε τη φιλοσοφία και τη δημοκρατία, για να τις αφήσει αργότερα να σπαράσσονται από ανονείρευτους ταγούς και άψυχους εξαγορασμένους αγορητές;

«Το Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές» έλεγε ο Διονύσιος Σολωμός. Μα, τον ορό της αλήθειας, δεν τον παρασκεύασε ποτέ η κάθε Novartis!

Το όνομα Μακεδονία, άγγιξε ψηλαφητά στο σκοτάδι του κρισεολαγνικού ζόφου, τα μηνίγγια μου. Κατάφερε να με κάνει να ξεπεράσω το φόβο και να βγω δειλά στους δρόμους παρά την επιμελώς διογκούμενη φημολογία περί επεισοδίων ανάμεσα στους δώθε-κείθε ακραιφνείς. Μα… δε με μέτρησαν. Χάθηκε κάπου ανάμεσα στη στείρα λογιστική των αριθμών και των δήθεν-τάχα μου καταγραφών.

 

 

Είδα το Μίκη να προσφωνεί εκείνους που κάποτε αντιστρατευόταν και το πλήθος να αναφωνεί πως «αλλάζει την ιστορία». Δεν ήξερα αν ειρωνευόταν ή κατέληξε να αγαπά κι εκείνος με έναν τρόπο… «εριστικό». Ένιωσα να με ερμηνεύουν με πλήθος λόγων και λογιδρίων, ετερόκλητοι πολιτικοί μαθητευόμενοι μάγοι και τηλεοπτικές καρικατούρες επαϊόντων.

Το νόημα των συλλαλητηρίων για τη Μακεδονία, για την Ελλάδα του έθνους κι όχι των εθνικιστών,  χάθηκε στην αρίθμηση. Από τη βολική δεξαμενή των παντοίων αχυρένιων επιχειρημάτων, όλοι οι μη έχοντες μα και οι κατέχοντες θώκο, αντλούν το κατιτίς τους. Μόνον εγώ νοιώθω χαμένος, γιατρέ μου, ΚΑΙ στο μέτρημα και στο αναμέτρημα…

Γύρω μου ο γνωστός γλοιώδης πολιτικός και ιδεολογικός χυλός, έρχεται και εμποτίζει, σκεπάζει, παραχώνει τις αντιδράσεις και τις αντιπαραθέσεις. Εξομοιώνει τα ανόμοια, ομοιάζει τα ανομήματα. Λασπώνει συνειδήσεις, ξεθεμελιώνει αγωνιστικές καταβολές, καταβαραθρώνει όσα κι όσους κάποτε ξεσήκωναν. Πολτός. Ολαρία-ολαρά-ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά-ο αντιστασιακός με το χρυσαυγίτη-κι η παρθένα με το σατανά…

Κάποτε, γιατρέ μου, ελπίζω πως θα μαζευόμαστε η παρέα, πέντε-έξι επιζήσαντες από την όψιμη φασιστίλα ή τη νεκραναστημένη εθνικιστική φανατίλα, στο μπαρ «το φάντασμα μιας χώρας». Θα πίνουμε και θα κλαίμε ανάμεσα σε αράχνες γενναίων ιστορικών στιγμών υπό το αμυδρό φως των πολυκαιρισμένων κεριών. Θα μοιραζόμαστε ημιτελείς, ατελείς και αταίριαστες μεταξύ τους ιστορίες για τα χρόνια της αγανακτισμένης μας νιότης και της υποταγμένης μας ωριμότητας. Και θα επαναλαμβάνουμε, σα παλιός δίσκος σε πικάπ που κολλάει η βελόνα, του Μακρυγιάννη την απορία: «Μα καλά, κανείς δεν πονάει αυτήν τη δύστυχη πατρίδα;»

 

 

 

 

*Η Μαργαρίτα Ικαρίου είναι δημοσιογράφος

 

 

- Διαφήμιση -