- Διαφήμιση -
Χρόνος Ανάγνωσης: 10 ΛεπτάΧρόνος Ανάγνωσης: 10 Λεπτά

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ*

Η  οικονομία της Ευρωζώνης  βρίσκεται σε μια ασαφή κατάσταση  η οποία  αντανακλά τη διφορούμενη κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Η ανάπτυξη και η εμπιστοσύνη έχουν πραγματοποιήσει  μερικά θετικά βήματα , όχι όμως και ο πληθωρισμός  καθώς δεν συμπράττει σε αυτή την κατεύθυνση  ο ρυθμός μεταβολής των μισθών. Η εξέλιξη αυτή  οφείλεται στις τεχνολογικές αλλαγές και στις μεταρρυθμίσεις που έχουν εφαρμόσει οι κυβερνήσεις και οι οποίες έχουν περιορίσει τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων, κάτι που σε μεγάλο βαθμό έχει αρνητικές επιδράσεις στην ανάκαμψη της οικονομίας , καθιστώντας την εξαιρετικά αδύναμη και χωρίς μακροχρόνια σταθερά ανοδική τάση.

Σύμφωνα με το ΔΝΤ ότι ο κύριος λόγος της πτώσης των μισθών μπορεί να αναζητηθεί στην υπάρχουσα ανεργία, στην υποαπασχόληση της εργατικής δύναμης λόγο των εφαρμοζόμενων μορφών μερικής απασχόλησης αλλά και στην εξασθένιση του πλαισίου προστασίας της εργασίας.

Παράλληλα οι χαμηλοί μισθοί έχουν μερίδιο ευθύνης για τον σημερινό χαμηλό πληθωρισμό αλλά και για τις χαμηλές προσδοκίες σχετικά με τον μελλοντικό πληθωρισμό.

Στα ίδια σχεδόν συμπεράσματα είχε καταλήξει και μελέτη της ΕΚΤ ( Economic Bulletin , Issue 3/2017 ), που είδε το φως της δημοσιότητας τον Μάρτιο του 2017. Η ΕΚΤ παρουσιάζει μια ανησυχητική εικόνα της αγοράς εργασίας στην Ευρωζώνη, με την αύξηση των μισθών να είναι απρόσμενα χαμηλή και το ποσοστό των εργαζομένων που υποαπασχολούνται να κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα. Σύμφωνα με την ΕΚΤ, «παρά τη βελτιωμένη εικόνα ορισμένων δεικτών της αγοράς εργασίας, στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης, με μοναδική εξαίρεση τη Γερμανία, η αγορά εργασίας απαρτίζεται από μεγάλο ποσοστό των εργαζομένων μερικής απασχόλησης». Το φαινόμενο της ημι-απασχόλησης οδηγεί σε στασιμότητα ή και σε μείωση των μισθών των εργαζομένων, γεγονός που προκαλεί το ενδιαφέρον των αναλυτών της έρευνας, καθώς απαιτείται μεγαλύτερη δυναμική των μισθών ώστε να καταστεί βιώσιμη η αύξηση του πληθωρισμού. Η ΕΚΤ, ωστόσο, δεν προβλέπει άμεση αύξηση των μισθών εντός της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αμφιβολίες για τη δυνατότητα της κεντρικής τράπεζας να αλλάξει σύντομα τη νομισματική της πολιτική.

 

 

Όμως το πώς η κατάσταση έχει οδηγηθεί σε αυτή την ατραπό αποτελεί το ζητούμενο. Το να διαπιστώνει, απλά, το ΔΝΤ ή ΕΚΤ ότι τα πράγματα οδηγήθηκαν σε αυτή την εξέλιξη είναι τουλάχιστον υποκριτικό. Η ευθύνη τους είναι ακέραια διότι το όλο οικονομικό υπόδειγμα που υιοθέτησαν και εφάρμοσαν οδηγούσε αναπόφευκτα σε αυτή την κατάληξη.

Η κύρια παρέμβαση , μέσω του οικονομικού υποδείγματος που εφαρμόστηκε,  κατευθύνθηκε στην άρση , μέσω μιας νομιμοποιητικής διαδικασίας, των εσωτερικών αντιστάσεων στην πολιτική δομικής προσαρμογής στο πλαίσιο του εντεινόμενου διεθνούς ανταγωνισμού.

Δυο είναι τα βασικά σημεία στα οποία η παρέμβαση ήταν απαραίτητη , επιβαλλόμενη και απολύτως καθορισμένη: πρώτον στη διαμόρφωση των νέων σχέσεων εργασίας ως αντικατάσταση της τεϋλοριστικής οργάνωσης της εργασίας η οποία κατέρρευσε και δεύτερον στο νέο ρόλο που ανατίθεται στο αναμορφωμένο κράτος πρόνοιας.

Σχετικά με το πρώτο, βασικός αρωγός είναι η νέα τεχνολογία της μικροηλεκτρονικής , η οποία παρέχοντας τη δυνατότητα, πρόσωπο και μηχανή, να διαχωριστούν χρονικά ή χωρικά  στην παραγωγική διαδικασία, επιτρέπει την  διαμόρφωση ευέλικτων μορφών εργασιακών σχέσεων. Ουσιαστικά το όλο εγχείρημα συνίστατο στη δραματική μείωση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων μέσω της εξαφάνισης της θεσμικής προστασίας της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων που είχε διαμορφωθεί με το προηγούμενο υπόδειγμα. Αυτό το αποτέλεσμα οδηγεί ευθέως στην ελεύθερη διακύμανση των μισθών σύμφωνα με τις ανάγκες της οικονομίας , με βάση τα διδάγματα του «νέου» οικονομικού υποδείγματος. Αυτό αποτυπώνεται με σαφήνεια στο κυρίαρχο οικονομικό υπόδειγμα  όταν στην περιγραφή του ζητούμενου μισθού από τους εργαζόμενους σε μια επιχείρηση ο δείκτης που περιγράφει τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων θεωρείται εξωγενής μεταβλητή. Αυτό σημαίνει ότι η διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων δεν είναι σε θέση να επηρεάσει το ζητούμενο ύψος του μισθού . Απλά θα πρέπει να δεχθεί τον προσφερόμενο μισθό από την επιχείρηση ο οποίος καθορίζεται από την παραγωγικότητα της εργασίας συν το ποσοστό κέρδους . Τα τελευταίο καθορίζεται από το βαθμό ανταγωνισμού που υπάρχει στην αγορά στην οποία δραστηριοποιείται η επιχείρηση. Προσοχή, από τη στιγμή που είναι γνωστό το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργεί η επιχείρηση, το ποσοστό κέρδους είναι καθορισμένο. Ακόμη και στην περίπτωση που υπάρξει αύξηση του κόστους παραγωγής η επιχείρηση θα το μεταφέρει σε αύξηση των τιμών κάτι που θα διατηρήσει αμετάβλητο το ποσοστό κέρδους.

Η νέα διαμορφούμενη κατάσταση στις εργασιακές σχέσεις, οδηγεί ευθέως στο δεύτερο σημείο, δηλαδή στην αλλαγή του ρόλου του κράτους πρόνοιας και στον περιορισμό από καθολικό θεσμό ως θεσμού φιλανθρωπικής αρωγής, στους αναξιοπαθούντες , στους φτωχούς, στους αρρώστους και στους μακροχρονίως ανέργους. Το παράδειγμα της ελληνικής οικονομίας είναι χαρακτηριστικό. Οι άνθρωποι καθίστανται αναξιοπαθούντες με την ασκούμενη οικονομική πολιτική και στη συνέχεια έρχεται η φιλανθρωπία ως βοήθεια επιβίωσης .

 

 

 

 

*Ο Κώστας Ι. Μελάς είναι διδάκτορας (Ph.D) του τμήματος Αστικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου με ειδίκευση στα Διεθνή Νομισματικά. Τίτλος της Διδακτορικής Διατριβής: «Συναλλαγματικές Εξελίξεις στην Ελλάδα 1974-1985». Κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου (M.Sc.) του Ινστιτούτου Περιφερειακής Ανάπτυξης του ιδίου Πανεπιστημίου με ειδίκευση στο Διεθνές και Διαπεριφερειακό Εμπόριο. Τίτλος της Μεταπτυχιακής Διατριβής: «Θεωρίες Διεθνούς και Διαπεριφερειακού Εμπορίου». Πτυχιούχος της Σχολής Οικονομίας και Εμπορίου του Πανεπιστημίου Φλωρεντίας (Ιταλίας), με ειδίκευση στην Αγροτική Οικονομική Ανάπτυξη. Τίτλος Πτυχιακής Διατριβής: «Vicende e condizioni dell’ agricoltura greca». Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο από το 1990. Έχει διδάξει στο Τμήμα Πολιτικών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου τα μαθήματα «Μακροοικονομία» και «Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις» (1990-1993). Επίσης έχει διδάξει στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιά τα μαθήματα «Νομισματική Θεωρία και Πολιτική», «Θεωρία Οικονομικής Πολιτικής», «Παγκοσμιοποίηση και Διεθνής Ανταγωνισμός» και «Ειδικά Θέματα Μακροοικονομίας» (1997-2009). Επίσης διδάσκει στο Μεταπτυχιακό του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου τα μαθήματα «Παγκοσμιοποίηση της Οικονομίας» και «Διεθνής Χρηματοοικονομική» (2001-σήμερα). Εργάσθηκε ως Σύμβουλος Διοίκησης της Εμπορικής Τραπέζης. Την περίοδο 1996-2005 διετέλεσε Διευθυντής του Επιμορφωτικού Τραπεζικού Ινστιτούτου της ίδιας τράπεζας, διδάσκοντας παράλληλα τα μαθήματα: «Διεθνής Τραπεζική», «Τραπεζική Χρηματοοικονομική Διοικητική» και «Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις». Έχει διδάξει επίσης στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του University at Urbana, Derivates και Bank Management. Είναι Πρόεδρος του Ομίλου Πολιτικού και Οικονομικού Προβληματισμού. Έχει δημοσιεύσει μεγάλο αριθμό ερευνητικών εργασιών και άρθρων σε επιστημονικά περιοδικά και σε πρακτικά συνεδρίων, ενώ έχει επιμεληθεί μεγάλο αριθμό βιβλίων.

- Διαφήμιση -