- Διαφήμιση -
Χρόνος Ανάγνωσης: 12 ΛεπτάΧρόνος Ανάγνωσης: 12 Λεπτά

της ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΙΚΑΡΙΟΥ*

«Πρωϊνό» ξύπνημα κατά τις 11. Το κεφάλι βαρύ και σκοτισμένο, σαν του πρωθυπουργού τις βαρύγδουπες δηλώσεις, από την… δεκαεφτάωρη διαπραγμάτευση με τα οινο-πνεύματα των «εορταστικών» εξόδων. Ήπιαμε πάλι όλο το Βόσπορο και τη μισή Προποντίδα, δεχθήκαμε τις εναέριες παραβιάσεις του καπνού των άλλων «συνεορταζόντων», ακούσαμε όλα τα σούπερ-ντούπερ κλωσσομπαρόκ σουξέ της εποχής, μετά περισσής αντοχής και ανοχής. Τι ωραία που… «διασκεδάσαμε». Το πρόσωπο που μας κοιτάζει στον καθρέφτη θυμίζει σκηνές γκροτέσκο.

Κρύο σα παλιό τηλεοπτικό σήριαλ, το διαμέρισμα. Ξεπαγιασμένο σαν το βλέμμα του Κούλη, του Αλέξη τις υποσχέσεις, τις επιστολές του Ευκλείδη, του Σόιμπλε τα «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», της Άγγελα τη γερμανοφασιστόφατσα. Οκτώ σειρές φωτάκια σβηστά στο δεντράκι πλαστικούρα της σειράς. Κόκκινες κορδέλες στα τζαμποκλαριά, πούθε της Κίνας έχουν έρθει, να παραστήσουν τα γκι. Κουρτίνες τραβηγμένες, μη δουν οι απέναντι και θαυμάσουν το λευκό μας δέντρο και το μαύρο μας το χάλι… Άδειο ψυγείο, ένας καφές στιγμιαίος που θα παραστήσει και πάλι το πρωινό, μαζί με κάτι άθλιους αγοραστούς κουραμπιέδες που μυρίζουν μπαγιάτικη σόδα.

Ο σύντροφος θρονιάζεται στη καρέκλα, βαρύθυμος κι αυτός από το τόσο «γλεντοκόπημα» της χθεσινής βραδιάς. Ύστερα από κατάποση μισού φλιτζανιού μαυροζουμίου, θέτει τη μαγική ερώτηση: «Που θα πάμε σήμερα;»

Πολλαπλές οι πιθανές απαντήσεις: «Στον όξω από δω»; «Στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα»; «Στη μάνα σου»; (απαπα, αυτό δεν το λέω). «Να κλέψουμε καμιά τράπεζα, μπας και δούμε κάνα άνευρο ευρώ στο πορτοφόλι»; «Να πνίξουμε τον Εμπενίζερ»; «Να ξαναχωθούμε στο κρεβάτι μέχρι τις εκλογές, που δε θ’ αργήσουν»;

Δε λέω τίποτα. Χαμογελώ αινιγματικά και βυθίζομαι στον άθλιο καφέ και την αναπόληση…

 

Μου έχει λείψει εκείνο το χαλαρό γιορταστικό ξύπνημα, σε ένα σπίτι φτωχικό μα ζεστό από γέλια και αγάπη. Που έμπαζε από τις χαραμάδες κρύο αέρα μα και συγκίνηση. Το αγκάλιασμα του αδερφού μου και το χαϊδευτικό τράβηγμα στα μονίμως ατίθασα μαλλιά. Το «ξύπνα τεμπελίτσα» που συνοδευόταν από περιπαικτικό μισοξεσκέπασμα. Η κοκκινομπλέ καρό κουβερτούλα, μισοτριμμένη στις άκρες μα τόσο απαλή-σαν τα χέρια της μάνας που ζύμωνε στη πήλινη λεκάνη τα μελομακάρονα. Του πατέρα η ματιά μόλις με αντίκριζε να τρυπώνω στη κουζίνα με τις πυτζάμες, να σκαρφαλώνω στο μικρό σκαμπό και να χώνω μουσούδα στο ζυμάρι για «να μυρίσω»…

Η φάτνη στη πλατεία και η αγωνία μου αν ο μικρός Χριστούλης κρύωνε τις νύχτες. Τα άλλα κοριτσάκια με τα πανομοιότυπα κόκκινα παλτό και τα λουστρινένια μαύρα παπούτσια. Τα κοντοκουρεμένα αγοράκια, σφιγμένα σε κάτι μπλε σακάκια του μεγαλύτερου αδερφού. Τα παιχνίδια στις αλάνες, η τελετουργία της θείας μετάληψης παραμονή των Χριστουγέννων, το σκέτο τσάι με παξιμάδι για βραδινό.

Μου έλειψε η αίσθηση «οικογένειας» με τους παλιούς όρους. Το γιορτινό τραπέζι που ήταν «ιεροτελεστία», τα γλυκά που ζυμώνονταν με περίσσεια αγάπης, τα φαγητά με την απλοχεριά της γιορταστικής ατμόσφαιρας. Φτιαγμένα για να χορτάσουν την ανάγκη των ανθρώπων να μοιράζονται-όχι μόνο γεύσεις και αρώματα, αλλά την καρδιά τους και συναισθήματα.

Η σόμπα πετρελαίου που πιο πολύ κάπνιζε παρά ζέσταινε, το φτηνοδώρο του Άη Βασίλη που ήξερα πως το είχαν αγοράσει οι γονείς μου, μα φάνταζε στα μη κακομαθημενοκαταναλωτικά παιδικά μάτια, ως κάτι σπουδαίο. Μια επιβράβευση των «καλών βαθμών».

Μου έλειψαν κι εκείνοι οι έπαινοι, τροφοδοτημένοι από τους δασκάλους, μα και η προσμονή των συγγενών πως αφού ήμουν «πρώτη μαθήτρια», μεγαλώνοντας όλα θα ήταν στρωμένα στα πόδια μου. Τίποτα δε στρώθηκε. Ξε-στρώθηκαν ως κι ελπίδες, ο αυτοσεβασμός, το όνειρο της επόμενης γενιάς. Ως και το δικαίωμα στην εργασία παραφθάρθηκε σαν τη παιδική μου κουβερτούλα και τα δικαιώματα γέμισαν τρύπες τεράστιες από το μνημονιακό σκώρο. Πέταξαν σαν αναχαιτιστικά στο Αιγαίο τα όνειρά μας και ήρθαν αντιμέτωπα με τις θρασείς απειλές των κονκισταδόρες. Βούτηξαν στα βαθιά οι δυνάμεις μας και βγήκαν στην επιφάνεια οι δυνάστες μας. Χάσαμε το μέτρημα των απωλειών, ίσως γιατί είχαμε χάσει προ πολλού το μέτρο…

Μα, να πάρει η ευχή, άλλο είναι να ρίχνεις με το σταγονόμετρο το ανθόνερο στον κουραμπιέ κι άλλο να ζεις μετρώντας τα όλα με το σταγονόμετρο! Άλλο, το να πασπαλίζεις με κανελογαρύφαλλο και ζάχαρη τα μελομακάρονα κι άλλο να μελώνεις με προσδοκίες την απόγνωση ενός ολόκληρου λαού. Άλλο, το να κοπανάς στο γουδί το καρύδι κι άλλο να κοπανάς το εύρωστο δυναμικό για να γίνει… τρίμματα. Είναι διαφορετικό το να στρώνεις τραπέζι εορταστικό για κείνους που αγαπάς κι άλλο το να στρώνεις το τραπέζι στα λυκόρνια για να ροκανίσουν το ημιθανές σώμα μιας χώρας…

Μου λείπουν κι οι φιγούρες της γιαγιάς και του παππού. Παρούσες αν και απούσες σε κάθε γωνιά της ζωής. Η σοφία και τα δουλεμένα τους χέρια. Το ζεστό βλέμμα και το χάδι. Τα λόγια και τα παραμύθια τους. Να έχουν πρυτανεύουσα θέση στην οικογένεια κι όχι να ναι πεταμένοι σε ένα κονάκι ή ακόμη χειρότερα, σε γηροκομείο και να τους θυμόμαστε μια φορά (και δυο τρομάρες) μόνο στις γιορτές. Εκείνοι που ήταν οι αυτόκλητοι «προστάτες» και «σύμμαχοι» των μικρών παιδιών, σήμερα να τους έχουν μετατρέψει σε απόμαχους και επαίτες, έναντι πινακίου φακής ή στοργής…

Μου λείπουν όσα χάσαμε κι όσα ξε-χάσαμε. Την απλότητα και εγκαρδιότητα στις ανθρώπινες σχέσεις. Τα ανοιχτά σπίτια και τις ανοιχτές καρδιές. Τις αυθόρμητες, γνήσιες παρέες, τις αυθεντικές κουβεντούλες. Το να μιλάς κι όχι απλά να λες. Το να εκφράζεις άποψη κι όχι να προσποιείσαι πως συμμετέχεις σε ένα ανούσιο κουβεντολόι με μπόλικη μίρλα κι άλλη τόση κατήφεια, πασπαλισμένες ενίοτε με νεοφασιστική εσάνς.

Μου λείπουν οι φίλοι που σου χτυπούν την εξώπορτα 3 τα μεσάνυχτα για να σε πάρουν για ένα ξεφάντωμα, για να μοιραστούν τον πόνο τους πάνω από ένα μισοαδειανό μπουκάλι κι ύστερα να κοιμίσουν στον καναπέ σου τη μοναξιά τους. Μου λείπουν οι φίλοι που θέλουν να σε δουν κι όχι να σε διαβούν.

Στη μεγάλη καταδότρα, το φατσοβιβλίο, βλέπω και πάλι αυτές τις γιορτινές μέρες, φωτογραφίες παλιών φίλων και νέων πρόσκαιρων γνωστών, όλων με τεράστια χαμόγελα. Πίσω ή μπροστά από δέντρα άδεντρα, αγκαλιά με το περίτεχνο ντεκόρ, σε γεύματα και σε νεύματα. Δώρα και λαμπιόνια, χαμόγελα των χειλιών κι όχι των ματιών.

Άραγε είμαστε ακόμη με κάποιο τρόπο και για κάποιο λόγο έστω και λιγοστά «ευτυχισμένοι», ή μάθαμε όλοι να προσποιούμαστε τόσο καλά τους «εορταστικούς χαρουμενιάρηδες», που… ξεχάσαμε πως είναι το αληθινό μας πρόσωπο;

 

 

 

 

Μαργαρίτα Ικαρίου είναι δημοσιογράφος και σύμβουλος σε θέματα Επικοινωνίας-Δημοσίων Σχέσεων και Προβολής. Διατέλεσε cluster facilitator στο Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Cross-Enterprise Assessment and Development of Intellectual Capital. Είναι Αριστούχος απόφοιτος της Σχολής ΝΟΜΙΚΩΝ Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με μεταπτυχιακό τίτλο. Έχει βραβευτεί για το συγγραφικό της έργο από το Σύνδεσμο Ελλήνων Λογοτεχνών και έχει τιμηθεί με το βραβείο ΙΠΕΚΤΣΙ. Είναι διαπιστευμένη δημοσιογράφος και τακτικό μέλος της Ένωσης Συντακτών. Διαθέτει πολυετή εμπειρία στη δημοσιογραφία, με καθημερινή δημοσιογραφική εκπομπή. Έχει διατελέσει διευθύντρια εφημερίδος επί 12 συναπτά έτη, είναι ανταποκρίτρια του Ομογενειακού Πρακτορείου Ειδήσεων και μόνιμη συνεργάτης πανελληνίων Μέσων Ενημέρωσης. Υπήρξε υπεύθυνη Γραφείου Τύπου στον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Υπαλλήλων Ποντοπλοΐας καθώς και στέλεχος επιχειρήσεων στον τομέα δημοσίων σχέσεων, επικοινωνίας και marketing. Πραγματοποιεί εξειδικευμένα σεμινάρια στην επικοινωνία για το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και το Διαβαλκανικό Ινστιτούτο Δημόσιας Διοίκησης.

- Διαφήμιση -